γενναιοτάτων

γενναιοτάτων
γενναῑοτάτων , γενναῖος
true to one's birth
fem gen superl pl
γενναῑοτάτων , γενναῖος
true to one's birth
masc/neut gen superl pl
γενναῑοτάτων , γενναῖος
true to one's birth
fem gen superl pl
γενναῑοτάτων , γενναῖος
true to one's birth
masc/neut gen superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Καζνέζης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ζάχος. Αρχικά υπηρέτησε υπό τις διαταγές του Αλή πασά. Αργότερα έγινε κλέφτης στα βουνά. Πολέμησε κατά τη διάρκεια του Αγώνα ως οπλαρχηγός. 2. Θωμάς. Πολέμησε με τους Σουλιώτες στη δυτική Ελλάδα εναντίον του Αλή… …   Dictionary of Greek

  • Καλαγγάς, Διαμαντής — Αγωνιστής του 1821 από τη Μάνη. Έλαβε μέρος στη μάχη του Νεόκαστρου, όπου επέδειξε απαράμιλλη γενναιότητα και ηρωισμό. Σκοτώθηκε σε κάποια μάχη εναντίον του Ιμπραήμ. Ως ανταμοιβή της γενναιότητάς του και των υπηρεσιών του στον Αγώνα, το όνομά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”